- εμπόδιση
- και μπόδιση, η (Α ἐμπόδισις)η ενέργεια τού εμποδίζω, η παρακώλυση, η παρεμπόδιση, το εμπόδιονεοελλ.ναυτ. η μη εκτέλεση δρομολογίου από ένα πλοίο λόγω ανωτέρας βίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπόδιση — εμπόδιση, η και εμποδισμός, ο 1. η παρεμπόδιση. 2. (ναυτ.), η μη εκτέλεση δρομολογίου πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμποδίσῃ — ἐμποδίσηι , ἐμπόδισις fem dat sg (epic) ἐμποδίζω put the feet in bonds aor subj mid 2nd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds aor subj act 3rd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds fut ind mid 2nd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) … Dictionary of Greek
εμπόδισμα — και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα) εμπόδιση μσν. 1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή 2. φυσικό ελάττωμα 3. άρνηση … Dictionary of Greek
προκατάσχεσις — έσεως, ἡ, Μ [προκατέχω] η εκ τών προτέρων κατάσχεση, αναστολή, εμπόδιση («προκατάσχεσις ὑδάτων», Λέων Διακ.) … Dictionary of Greek
εμποδισμός — ο βλ. εμπόδιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπόδισμα — το, ατος 1. εμπόδιση (βλ. λ.). 2. εμπόδιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)